ψεδνόθριξ

ψεδνόθριξ
ψεδνό-θριξ, τριχος, , ,
A sparse-haired, bald, Tz.H.7.891.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψεδνόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που έχει αραιά μαλλιά ή ο φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψεδνός «αραιός» + θρίξ, τριχός (πρβλ. κυανό θριξ)] …   Dictionary of Greek

  • ψεδνοκάρηνος — ον, ΜΑ ψεδνόθριξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψεδνός «αραιός» + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. χρυσο κάρηνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”